ξυλόφρακτος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυλόφρακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με [[ξύλο]] («[[ξυλόφρακτος]] [[γέφυρα]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[ξυλόφρακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με [[ξύλο]] («[[ξυλόφρακτος]] [[γέφυρα]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> [[ημίφρακτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:14, 16 December 2021
English (LSJ)
ον, fenced with wood, ξυλόφρακτος γέφυρα = pons sublicius, D.H.3.55,5.24,9.68.
German (Pape)
[Seite 282] mit Holz eingehägt, befestigt, γέφυρα, D. Hal. 5, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλόφρακτος: -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ γέφυρα pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.
Greek Monolingual
ξυλόφρακτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με ξύλο («ξυλόφρακτος γέφυρα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ημίφρακτος].