ἀσυνδύαστος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asyndyastos
|Transliteration C=asyndyastos
|Beta Code=a)sundu/astos
|Beta Code=a)sundu/astos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ον,</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀσύμπλοκος]], Hsch.; = [[ἀσύζευκτος]], Suid.</span>
|Definition=[ῠ], ον, [[uncoupled]], [[unpaired]], [[disunited]]; = [[ἀσύμπλοκος]], Hsch.; = [[ἀσύζευκτος]], Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:21, 23 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνδύαστος Medium diacritics: ἀσυνδύαστος Low diacritics: ασυνδύαστος Capitals: ΑΣΥΝΔΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asyndýastos Transliteration B: asyndyastos Transliteration C: asyndyastos Beta Code: a)sundu/astos

English (LSJ)

[ῠ], ον, uncoupled, unpaired, disunited; = ἀσύμπλοκος, Hsch.; = ἀσύζευκτος, Suid.

German (Pape)

[Seite 380] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνδύαστος: -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ ὄρνεον μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ ἐφεξῆς ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, ἄνευ συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.Opusc.M.65.1101D
I 1indivisible τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.Eun.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς ἄλλην ἀρχήν Procl.Theol.Plat.3.15, cf. Mac.Aeg.Hom.4.1, Hsch.
2 sin compañero ἡ τρυγών Basil.Hex.8.6, cf. Sud.
3 virginal κυοφορία Gr.Nyss.Or.Catech.23.
II adv. -ως sin cópula, sin unión οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν Rh.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.Op.258.90.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυνδύαστος, -ον)
αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον
αρχ.
ασύζευκτος, αζευγάρωτος.