μαλακαίπους: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malakaipous | |Transliteration C=malakaipous | ||
|Beta Code=malakai/pous | |Beta Code=malakai/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for [[μαλακόπους]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[treading softly]], Ὧραι <span class="bibl">Theoc.15.103</span> (s.v.l.).</span> | |Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for [[μαλακόπους]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[treading softly]], Ὧραι <span class="bibl">Theoc.15.103</span> ([[si vera lectio|s.v.l.]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:35, 1 January 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους, A treading softly, Ὧραι Theoc.15.103 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds délicats.
Étymologie: μαλακός, πούς.
Greek Monolingual
μαλακαίπους, -ουν (Α)
βλ. μαλακόπους.
Greek Monotonic
μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί μαλακόπους, αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό περπάτημα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μαλακαίπους: 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v. l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).
Middle Liddell
μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for μαλακόπους,]
soft-footed, treading softly, Theocr.