δισσοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δισσοτόκος:''' Anth. v. l. = [[δοιοτόκος]]. | |elrutext='''δισσοτόκος:''' Anth. [[varia lectio|v.l.]] = [[δοιοτόκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, A bearing twice, Nonn.D.5.199. II proparox., δισσότοκος, ον, twice-born, of Bacchus, ib.1.4.
German (Pape)
[Seite 643] zweimal gebärend; νηδύς Apollnds. 4 (VII, 742); μήτηρ Nonn. D. 5, 199. – Aber δισσότοκος, zweimal geboren; Dionysos, Nonn. D. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δισσοτόκος: -ον, ὁ δὶς γεννῶν, Νόνν. Δ. 5. 199. ΙΙ. προπαροξ. δισσότοκος, ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ αὐτ. 1. 4.
Spanish (DGE)
-ον
que ha parido dos veces μήτηρ de Ino, Nonn.D.5.199, Νεφέλη Nonn.D.9.304.
Greek Monolingual
δισσοτόκος, η (Α)
αυτή που γέννησε δυο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -τόκος < τίκτω
βλ. δισσότοκος].