μαλακαίπους: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαλακαίπους:''' 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v. l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).
|elrutext='''μαλακαίπους:''' 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] μαλακαὶ πόδες и πόδας).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for [[μαλακόπους]],]<br />[[soft]]-footed, treading [[softly]], Theocr.
|mdlsjtxt=μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for [[μαλακόπους]],]<br />[[soft]]-footed, treading [[softly]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκαίπους Medium diacritics: μαλακαίπους Low diacritics: μαλακαίπους Capitals: ΜΑΛΑΚΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: malakaípous Transliteration B: malakaipous Transliteration C: malakaipous Beta Code: malakai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους, A treading softly, Ὧραι Theoc.15.103 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds délicats.
Étymologie: μαλακός, πούς.

Greek Monolingual

μαλακαίπους, -ουν (Α)
βλ. μαλακόπους.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί μαλακόπους, αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό περπάτημα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μαλακαίπους: 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v.l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).

Middle Liddell

μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for μαλακόπους,]
soft-footed, treading softly, Theocr.