πατραδέλφεια: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πατρᾰδέλφεια:''' v. l. [[πατραδελφία]] ἡ двоюродные братья и сестры по отцу Aesch.
|elrutext='''πατρᾰδέλφεια:''' [[varia lectio|v.l.]] [[πατραδελφία]] ἡ двоюродные братья и сестры по отцу Aesch.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πατραδέλφεια -ας, ἡ [πατήρ, ἄδελφος] nicht (van vaderskant).
|elnltext=πατραδέλφεια -ας, ἡ [πατήρ, ἄδελφος] nicht (van vaderskant).
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρᾰδέλφεια Medium diacritics: πατραδέλφεια Low diacritics: πατραδέλφεια Capitals: ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΕΙΑ
Transliteration A: patradélpheia Transliteration B: patradelpheia Transliteration C: patradelfeia Beta Code: patrade/lfeia

English (LSJ)

ἡ, A cousin by the father's side, A.Supp.38 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰδέλφεια: ἡ, συγγένεια ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ πατρός, σφετεριξάμεναι πατραδέλφειαν, ἤτοι τὰς θυγατέρας τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, δηλ. τῶν Δαναΐδων ἃς ἤθελον νὰ ἁρπάσωσιν οἱ υἱοὶ τοῦ Αἰγύπτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enfant de l’oncle ou de la tante paternels.
Étymologie: πατήρ, ἀδελφός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η συγγενική σχέση από τον αδελφό του πατέρα, η συγγένεια μεταξύ τών παιδιών δύο αδελφών, ξαδερφοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αδέλφεια (< -άδελφος < ἀδελφός)].

Russian (Dvoretsky)

πατρᾰδέλφεια: v.l. πατραδελφία ἡ двоюродные братья и сестры по отцу Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατραδέλφεια -ας, ἡ [πατήρ, ἄδελφος] nicht (van vaderskant).