φιλοπρωτεία: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλοπρωτεία:''' v. l. [[φιλοπρωτία]] ἡ первенство ([[ὑπὲρ]] τῆς φιλοπρωτίας [[ἅμιλλα]] Diod.). | |elrutext='''φιλοπρωτεία:''' [[varia lectio|v.l.]] [[φιλοπρωτία]] ἡ первенство ([[ὑπὲρ]] τῆς φιλοπρωτίας [[ἅμιλλα]] Diod.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 9 January 2022
English (LSJ)
ἡ, A love for the first rank, Zos.4.51; written -πρωτία in Phld.Rh.2.159 S., Jul.Caes.319d, Porph.Plot.10.
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, Verlangen, Streben nach dem ersten Range. – Auch der erste Rang selbst, D. Sic. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπρωτεία: ἡ, τὸ φιλοπρωτεύειν, ἡ τοῦ πρωτεύειν ἐπιθυμία, φιλαρχία, Πορφύρ. ἐν Βίῳ Πλωτίν. 10, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 146 (180), κλπ. ΙΙ. τὸ πρωτεῖον, Φωτ. Βιβλιοθ. 393, 27.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. φιλοπρωτία, η, ΝΜΑ φιλοπρωτεύω
1. το να επιδιώκει κανείς τα πρωτεία, το να επιδιώκει κανείς να είναι πάντοτε πρώτος
2. (κατ' επέκτ.) φιλαρχία, αρχομανία.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπρωτεία: v.l. φιλοπρωτία ἡ первенство (ὑπὲρ τῆς φιλοπρωτίας ἅμιλλα Diod.).