δικέραιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=δικέραιος
|Full diacritics=δῐκέραιος
|Medium diacritics=δικέραιος
|Medium diacritics=δικέραιος
|Low diacritics=δικέραιος
|Low diacritics=δικέραιος

Revision as of 19:07, 26 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκέραιος Medium diacritics: δικέραιος Low diacritics: δικέραιος Capitals: ΔΙΚΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: dikéraios Transliteration B: dikeraios Transliteration C: dikeraios Beta Code: dike/raios

English (LSJ)

ον, two-horned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

Spanish (DGE)

(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquillado de la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).

Greek Monotonic

δῐκέραιος: -ον (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δικέραιος: двурогий, с двумя остриями (στόρθυγξ Anth.).

Middle Liddell

δικέραιος, δικέραιον adj κέρας
two-horned, two-pointed, Anth.