πολύαιμος: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύαιμος''': -ον, ὁ ἔχων πολὺ [[αἷμα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 15, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 6, καὶ [[συχν]]. ἐν τοῖς Ἱπποκρατείοις· ― πολυαιμέω, ἔχω πολὺ [[αἷμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 28· ― πολυαιμία, ἡ, [[ἀφθονία]] αἵματος, [[αὐτόθι]] 13. 6. 9.
|lstext='''πολύαιμος''': -ον, ὁ ἔχων πολὺ [[αἷμα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 15, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 6, καὶ συχν. ἐν τοῖς Ἱπποκρατείοις· ― πολυαιμέω, ἔχω πολὺ [[αἷμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 28· ― πολυαιμία, ἡ, [[ἀφθονία]] αἵματος, [[αὐτόθι]] 13. 6. 9.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:53, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαιμος Medium diacritics: πολύαιμος Low diacritics: πολύαιμος Capitals: ΠΟΛΥΑΙΜΟΣ
Transliteration A: polýaimos Transliteration B: polyaimos Transliteration C: polyaimos Beta Code: polu/aimos

English (LSJ)

ον, A full of blood, of a full habit, Hp.Flat.14, Arist.HA515a20, 520b27 (Comp.); πλεύμων Id.PA669a27.

German (Pape)

[Seite 659] voll Blut, vollblütig; Hippocr. u. Folgde; Schol. Il. 1, 177.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαιμος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 15, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 6, καὶ συχν. ἐν τοῖς Ἱπποκρατείοις· ― πολυαιμέω, ἔχω πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 28· ― πολυαιμία, ἡ, ἀφθονία αἵματος, αὐτόθι 13. 6. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύαιμος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό-αιμος, παχύ-αιμος].

Russian (Dvoretsky)

πολύαιμος: Arst. = πολυαίματος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύαιμος -ον [πολύς, αἷμα] goed doorbloed.