σχινδάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(11)
 
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schindalamos
|Transliteration C=schindalamos
|Beta Code=sxinda/lamos
|Beta Code=sxinda/lamos
|Definition=σχιζο-αλμός, ὁ, Att. for <b class="b3">σκινδάλαμος</b> (q.v.).
|Definition=ὁ, Att. for [[σκινδάλαμος]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] ὁ, att. statt [[σκινδάλαμος]], = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σχινδαλμός]] και [[σκινδάλαμος]] και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]], [[σχίζα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[σόφισμα]]<br />β) σοφιστική, εξονυχιστική [[εξέταση]] ενός ασήμαντου θέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[σχίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σχινδάλᾰμος:''' (δᾰ) ὁ атт. = [[σκινδάλαμος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:28, 14 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχινδάλᾰμος Medium diacritics: σχινδάλαμος Low diacritics: σχινδάλαμος Capitals: ΣΧΙΝΔΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: schindálamos Transliteration B: schindalamos Transliteration C: schindalamos Beta Code: sxinda/lamos

English (LSJ)

ὁ, Att. for σκινδάλαμος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, att. statt σκινδάλαμος, = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.

Greek Monolingual

και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α
1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα
2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα
β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω.

Russian (Dvoretsky)

σχινδάλᾰμος: (δᾰ) ὁ атт. = σκινδάλαμος.