πολυλογώ: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(33)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πολυλογῶ, -έω, ΝΜΑ [[πολύλογος]]<br />[[μιλώ]] [[συνεχώς]] ή λέω [[πολλά]] και περιττά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «να μη σού τά [[πολυλογώ]]» — για να [[είμαι]] [[σύντομος]].
|mltxt=[[πολυλογῶ]], [[πολυλογέω]], ΝΜΑ [[πολύλογος]]<br />[[μιλώ]] [[συνεχώς]] ή λέω [[πολλά]] και περιττά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «να μη σού τά [[πολυλογώ]]» — για να [[είμαι]] [[σύντομος]].
}}
}}

Latest revision as of 18:04, 5 May 2022

Greek Monolingual

πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογος
μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά
νεοελλ.
φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.