υπερκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(43)
 
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[προβάλλω]], [[σηκώνω]] το [[κεφάλι]] [[πάνω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] για να δω<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στην [[επιφάνεια]], [[αναδύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξέχω]], [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπτω]] «[[σκύβω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[προβάλλω]], [[σηκώνω]] το [[κεφάλι]] [[πάνω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] για να δω<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στην [[επιφάνεια]], [[αναδύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξέχω]], [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («πᾶσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπτω]] «[[σκύβω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:07, 8 May 2022

Greek Monolingual

ΜΑ
1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω
2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι
αρχ.
1. εξέχω, προεξέχω
2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾶσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κύπτω «σκύβω»].