ρωμαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
(36)
 
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ῥωμαλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πολλή [[ρώμη]], που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[δύναμη]], [[ιδίως]] σωματική, που έχει [[σφριγηλότητα]], [[εύρωστος]], [[δυνατός]] («[[ῥωμαλέος]] κατὰ χεῑρα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υγιής]]<br /><b>2.</b> [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», <b>Διοσκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρωμαλέως</i> / <i>ρωμαλέως</i>, ΝΜΑ, και <i>ρωμαλέα</i>, Ν<br /><b>(τροπ.)</b> με [[δύναμη]], με ισχύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[ῥωμαλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πολλή [[ρώμη]], που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[δύναμη]], [[ιδίως]] σωματική, που έχει [[σφριγηλότητα]], [[εύρωστος]], [[δυνατός]] («[[ῥωμαλέος]] κατὰ χεῖρα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υγιής]]<br /><b>2.</b> [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», <b>Διοσκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρωμαλέως</i> / <i>ρωμαλέως</i>, ΝΜΑ, και <i>ρωμαλέα</i>, Ν<br /><b>(τροπ.)</b> με [[δύναμη]], με ισχύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}

Revision as of 17:09, 8 May 2022

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥωμαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατόςῥωμαλέος κατὰ χεῖρα», Πλούτ.)
αρχ.
1. υγιής
2. ανδρείος, γενναίος
3. (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) έντονος, ισχυρός (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», Διοσκ.).
επίρρ...
ρωμαλέως / ρωμαλέως, ΝΜΑ, και ρωμαλέα, Ν
(τροπ.) με δύναμη, με ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώμη + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, πειν-αλέος)].