ηχηρός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(16)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ηχερός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, [[βροντώδης]], [[ηχητικός]], [[ηχογόνος]] («ηχηρή [[φωνή]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται [[αντιληπτός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» — οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε [[ένταση]] και σχηματίζουν στενό τιθέμενες σε παλμική [[κίνηση]] από τον διερχόμενο αέρα (τα σύμφωνα <i>β</i>, <i>γ</i>, <i>δ</i>, <i>ζ</i>, <i>λ</i>, <i>μ</i>, <i>ν</i>, ρ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εντυπωσιακός]] («ηχηρή [[διαφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηχηρώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ηχηρό, θορυβωδώς, βροντόφωνα, μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυπη</i>-<i>ρός</i>, <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>). Ο τ. [[ηχερός]] <span style="color: red;"><</span> [[ηχηρός]] με [[τροπή]] του <i>η</i> σε <i>ε</i> προ του <i>ρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[σίδερο]] <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο].
|mltxt=[[ηχηρός]] και [[ηχερός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, [[βροντώδης]], [[ηχητικός]], [[ηχογόνος]] («ηχηρή [[φωνή]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται [[αντιληπτός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» — οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε [[ένταση]] και σχηματίζουν στενό τιθέμενες σε παλμική [[κίνηση]] από τον διερχόμενο αέρα (τα σύμφωνα <i>β</i>, <i>γ</i>, <i>δ</i>, <i>ζ</i>, <i>λ</i>, <i>μ</i>, <i>ν</i>, ρ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εντυπωσιακός]] («ηχηρή [[διαφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ηχηρώς]] και [[ηχηρά]]<br />με τρόπο ηχηρό, [[θορυβωδώς]], [[βροντόφωνα]], [[μεγαλόφωνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρος</i> ([[πρβλ]]. [[λυπηρός]], [[μοχθηρός]]). Ο τ. [[ηχερός]] <span style="color: red;"><</span> [[ηχηρός]] με [[τροπή]] του <i>η</i> σε <i>ε</i> προ του <i>ρ</i> ([[πρβλ]]. [[σίδερο]] <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο].
}}
}}

Latest revision as of 12:58, 19 May 2022

Greek Monolingual

ηχηρός και ηχερός, -ή, -ό
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή»)
2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός
3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» — οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε ένταση και σχηματίζουν στενό τιθέμενες σε παλμική κίνηση από τον διερχόμενο αέρα (τα σύμφωνα β, γ, δ, ζ, λ, μ, ν, ρ)
4. μτφ. εντυπωσιακός («ηχηρή διαφορά»).
επίρρ...
ηχηρώς και ηχηρά
με τρόπο ηχηρό, θορυβωδώς, βροντόφωνα, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ηρος (πρβλ. λυπηρός, μοχθηρός). Ο τ. ηχερός < ηχηρός με τροπή του η σε ε προ του ρ (πρβλ. σίδερο < σίδηρος). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο].