τελωνείο: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(41)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / τελωνεῑον, ΝΑ [[τελώνης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] που επιβλέπει και επιμελείται την [[είσπραξη]] τών δασμών επί τών εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τόπος]] ή το [[οίκημα]] όπου στεγάζεται η [[παραπάνω]] [[υπηρεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[τόπος]] όπου πληρώνονταν τα [[τέλη]], οι φόροι.
|mltxt=το / τελωνεῖον, ΝΑ [[τελώνης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] που επιβλέπει και επιμελείται την [[είσπραξη]] τών δασμών επί τών εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τόπος]] ή το [[οίκημα]] όπου στεγάζεται η [[παραπάνω]] [[υπηρεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[τόπος]] όπου πληρώνονταν τα [[τέλη]], οι φόροι.
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

το / τελωνεῖον, ΝΑ τελώνης
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία που επιβλέπει και επιμελείται την είσπραξη τών δασμών επί τών εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων
2. συνεκδ. ο τόπος ή το οίκημα όπου στεγάζεται η παραπάνω υπηρεσία
αρχ.
ο τόπος όπου πληρώνονταν τα τέλη, οι φόροι.