δείσα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῑσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» ([[πρβλ]]. [[κνίσα]], <i>άση</i>)].
|mltxt=δεῖσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» ([[πρβλ]]. [[κνίσα]], <i>άση</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

δεῖσα, η (Α)
μούχλα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. gweidh-ia ή gweidh-sa με αναγωγή σε ρίζα gweid (h)- «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ. νορβ. kveisa «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. έδεισα που εμπεριέχει τη σημασία «φρίκη, κάτι που προκαλεί τρόμο» (πρβλ. κνίσα, άση)].