ἀττάκης: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀττάκης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. [[λέξις]] Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ [[ταῦτα]] φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ | |lstext='''ἀττάκης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. [[λέξις]] Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ [[ταῦτα]] φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ [[ἄττακος]]· ― Πρβλ. [[ἀττέλαβος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:51, 28 May 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of A locust, LXX Le.11.22 (ἀττακύς Al. ibid.): —also ἄττακος, ὁ, Aristeas 145, Ph.1.85.
German (Pape)
[Seite 389] ὁ, eine Heuschreckenart, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀττάκης: -ου, ὁ, εἶδος ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. λέξις Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ ἄττακος· ― Πρβλ. ἀττέλαβος.
Spanish (DGE)
ἀττάκης, -ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἄττακος Aristeas 145; ἀττακός Ph.1.85
entom. cierta langosta LXX Le.11.22, Aristeas l.c., Ph.l.c.
Greek Monolingual
ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α)
είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος].
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: kind of locust (LXX)
Other forms: Also ἀττακύς (LXX), ἄττακος m. (Aristeas, Ph.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Loan word, from the orient, or from the substr? Cf. ἀττέλαβος. S. Gil, Insectos 238.
Frisk Etymology German
ἀττάκης: -ου
{attákēs}
Forms: und ἀττακύς (LXX), ἄττακος m. (Aristeas, Ph.).
Grammar: m.
Meaning: Art Heuschrecke.
Etymology : Unerklärt. Vgl. zu ἀττέλαβος.
Page 1,182