ἀρχειοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=archeiofylaks | |Transliteration C=archeiofylaks | ||
|Beta Code=a)rxeiofu/lac | |Beta Code=a)rxeiofu/lac | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ακος, ὁ, [[keeper of archives]], = Lat. [[censualis]], Lyd. Mag.2.30 ([[ἀρχαιοφύλαξ]] codd.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀρχειοφύλαξ]] [-[[φύλακος]]])<br />ο [[υπάλληλος]] που [[είναι]] επιφορτισμένος με την [[ταξινόμηση]] και [[φύλαξη]] των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:37, 4 June 2022
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ, keeper of archives, = Lat. censualis, Lyd. Mag.2.30 (ἀρχαιοφύλαξ codd.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀρχειοφύλαξ [-φύλακος])
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.