ἀσκεπτί: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(big3_7)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. [[irreflexivamente]] λέγεσθαι Sch.D.1.1.9a, βεβουλεῦσθαι Ath.Al.M.25.312C.
|dgtxt=adv. [[irreflexivamente]] λέγεσθαι Sch.D.1.1.9a, βεβουλεῦσθαι Ath.Al.M.25.312C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄσκεπτος]] και [[άσκεφτος]], -η, -ο (AM [[ἄσκεπτος]], -ον)<br />Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται [[χωρίς]] [[περίσκεψη]], ο [[απερίσκεπτος]], ο [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έγινε [[γνωστός]], ο [[κρυφός]] («ἄσκεπτοι γάμοι»)<br /><b>3.</b> ο [[ασήμαντος]], ο [[αμελητέος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[άσκεφτα]] (AM [[ἀσκέπτως]] και [[ἀσκεπτί]])<br />[[απερίσκεπτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]<br />[[άσκεφτος]] <span style="color: red;"><</span> [[άσκεπτος]] με [[ανομοίωση]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:44, 12 June 2022

Spanish (DGE)

adv. irreflexivamente λέγεσθαι Sch.D.1.1.9a, βεβουλεῦσθαι Ath.Al.M.25.312C.

Greek Monolingual

ἄσκεπτος και άσκεφτος, -η, -ο (AM ἄσκεπτος, -ον)
Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος
2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι γάμοι»)
3. ο ασήμαντος, ο αμελητέος
II. επίρρ. άσκεφτα (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)
απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι
άσκεφτος < άσκεπτος με ανομοίωση].