Συμπληγάδες: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οι / [[Συμπληγάδες]], αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. [[συμπληγάς]], -[[άδος]] Α<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. <i>πέτρες</i>, <i>πέτραι</i>) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο [[πέρασμα]] και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία [[παράδοση]], [[άλλοτε]] προσέγγιζαν ο [[ένας]] τον άλλον και [[άλλοτε]] απομακρύνονταν, με [[αποτέλεσμα]] να μην μπορεί κανένα [[πλοίο]] να περάσει [[χωρίς]] να συντριβεί («αἱ [[Κυάνεαι]], ἅσπερ Συμπληγάδας | |mltxt=οι / [[Συμπληγάδες]], αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. [[συμπληγάς]], -[[άδος]] Α<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. <i>πέτρες</i>, <i>πέτραι</i>) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο [[πέρασμα]] και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία [[παράδοση]], [[άλλοτε]] προσέγγιζαν ο [[ένας]] τον άλλον και [[άλλοτε]] απομακρύνονταν, με [[αποτέλεσμα]] να μην μπορεί κανένα [[πλοίο]] να περάσει [[χωρίς]] να συντριβεί («αἱ [[Κυάνεαι]], ἅσπερ Συμπληγάδας καλοῦσι πέτρας τινές, τραχὺν ποιοῦσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῦ στόματος», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες ή κίνδυνοι («πέρασε [[μέσα]] από συμπληγάδες πέτρες [[αλλά]] τελικά πραγματοποίησε τον σκοπό του»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον εν.</b>) [[συμπλοκή]], [[σύρραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πληγάς]], -[[άδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πληγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, -άδος Α
(με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο ένας τον άλλον και άλλοτε απομακρύνονταν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανένα πλοίο να περάσει χωρίς να συντριβεί («αἱ Κυάνεαι, ἅσπερ Συμπληγάδας καλοῦσι πέτρας τινές, τραχὺν ποιοῦσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῦ στόματος», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες ή κίνδυνοι («πέρασε μέσα από συμπληγάδες πέτρες αλλά τελικά πραγματοποίησε τον σκοπό του»)
αρχ.
(στον εν.) συμπλοκή, σύρραξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < συν- + πληγάς, -άδος (< πληγή + επίθημα -άς)].