εξιπώ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(12)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐξιπῶ, -όω (Α)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[βαριά]] («ώς ἐμοῡ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεραίνω]] [[τελείως]]<br /><b>3.</b> [[καθαρίζω]] ([[κυρίως]] το πεπτικό [[σύστημα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ιπώ</i> «[[πιέζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ίπος]] «[[βάρος]] που πιέζει»)].
|mltxt=ἐξιπῶ, -όω (Α)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[βαριά]] («ώς ἐμοῦ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεραίνω]] [[τελείως]]<br /><b>3.</b> [[καθαρίζω]] ([[κυρίως]] το πεπτικό [[σύστημα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ιπώ</i> «[[πιέζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ίπος]] «[[βάρος]] που πιέζει»)].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐξιπῶ, -όω (Α)
1. πιέζω βαριά («ώς ἐμοῦ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», Αριστοφ.)
2. ξεραίνω τελείως
3. καθαρίζω (κυρίως το πεπτικό σύστημα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιπώ «πιέζω» (< ίπος «βάρος που πιέζει»)].