ηδύθρους: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡδύθρους, -ουν και -οος, -οον δωρ. τ. ἁδύθρους, -ουν και -οος, -οον, (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκόλαλος]] («ἡδύθρους Μοῡσα», <b>Ευρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρέομαι]] «[[ξεφωνίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>αλλό</i>-[[θρους]], <i>δημό</i>-[[θρους]], <i>μιξό</i>-[[θρους]]].
|mltxt=ἡδύθρους, -ουν και -οος, -οον δωρ. τ. ἁδύθρους, -ουν και -οος, -οον, (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκόλαλος]] («ἡδύθρους Μοῦσα», <b>Ευρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρέομαι]] «[[ξεφωνίζω]]»), [[πρβλ]]. [[αλλόθρους]], [[δημόθρους]], <i>μιξό</i>-[[θρους]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἡδύθρους, -ουν και -οος, -οον δωρ. τ. ἁδύθρους, -ουν και -οος, -οον, (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῦσα», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλόθρους, δημόθρους, μιξό-θρους].