ισοπαλής: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοπαλής]], -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ίσος]] στη [[μάχη]], [[ισόπαλος]]<br />(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]], [[ισοδύναμος]] («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους | |mltxt=[[ἰσοπαλής]], -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ίσος]] στη [[μάχη]], [[ισόπαλος]]<br />(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]], [[ισοδύναμος]] («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῦμεν», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπαλῶς</i> (Α)<br />με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>παλής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
ἰσοπαλής, -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)
1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος
(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.)
2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῦμεν», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοπαλῶς (Α)
με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλής (< πάλη), πρβλ. δυσ-παλής].