συγγραφέας: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[συγγραφεύς]], -έως, ΝΜΑ, θηλ. [[συγγραφεύς]] Ν [[συγγραφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[συγγραφή]] πνευματικών έργων<br /><b>2.</b> (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που | |mltxt=ο / [[συγγραφεύς]], -έως, ΝΜΑ, θηλ. [[συγγραφεύς]] Ν [[συγγραφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[συγγραφή]] πνευματικών έργων<br /><b>2.</b> (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῦς... ή Ἀνακρέοντος τοῦ σοφοῦ ή καὶ συγγραφέων τινῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λογοτέχνης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόκιμος]] [[συγγραφέας]]» — [[συγγραφέας]] που έχει καθιερωθεί στο [[αναγνωστικό]] κοινό με τα έργα του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιστοριογράφος]] («ἀλλὰ γὰρ τῶν μεγάλων [[πόλεων]], εἴ τι καλὸν ἔπραξαν, ἅπαντες οἱ συγγραφεῑς μέμνηνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει σε [[σύμβαση]], [[ένας]] από τους συμβαλλόμενους<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οί συγγραφείς</i><br />(στην αρχαία Αθήνα) α) ειδική [[επιτροπή]] υπαλλήλων οι οποίοι υπέβαλλαν εγγράφως τις προτεινόμενες από την [[εκκλησία]] του δήμου μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος και τίς υποστήριζαν [[προφορικά]] [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] τών συζητήσεων<br />β) (ειδικά) οι εκλεγέντες στην Αθήνα [[κατά]] το 21ο [[έτος]] του Πελοποννησιακού Πολέμου με σκοπό τη [[σύνταξη]] σχεδίου για την [[μεταβολή]] του πολιτεύματος<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «συγγραφεῑς οἱ ᾑρημένοι [[παρά]] της πόλεως 'ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ' αὐτοὶ ἐκαλοῦν | ||
το καὶ καταλογεῑς». | το καὶ καταλογεῑς». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[συγγραφεύς]], -έως, ΝΜΑ, θηλ. [[συγγραφεύς]] Ν [[συγγραφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[συγγραφή]] πνευματικών έργων<br /><b>2.</b> (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που | |mltxt=ο / [[συγγραφεύς]], -έως, ΝΜΑ, θηλ. [[συγγραφεύς]] Ν [[συγγραφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[συγγραφή]] πνευματικών έργων<br /><b>2.</b> (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῦς... ή Ἀνακρέοντος τοῦ σοφοῦ ή καὶ συγγραφέων τινῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λογοτέχνης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόκιμος]] [[συγγραφέας]]» — [[συγγραφέας]] που έχει καθιερωθεί στο [[αναγνωστικό]] κοινό με τα έργα του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιστοριογράφος]] («ἀλλὰ γὰρ τῶν μεγάλων [[πόλεων]], εἴ τι καλὸν ἔπραξαν, ἅπαντες οἱ συγγραφεῑς μέμνηνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει σε [[σύμβαση]], [[ένας]] από τους συμβαλλόμενους<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οί συγγραφείς</i><br />(στην αρχαία Αθήνα) α) ειδική [[επιτροπή]] υπαλλήλων οι οποίοι υπέβαλλαν εγγράφως τις προτεινόμενες από την [[εκκλησία]] του δήμου μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος και τίς υποστήριζαν [[προφορικά]] [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] τών συζητήσεων<br />β) (ειδικά) οι εκλεγέντες στην Αθήνα [[κατά]] το 21ο [[έτος]] του Πελοποννησιακού Πολέμου με σκοπό τη [[σύνταξη]] σχεδίου για την [[μεταβολή]] του πολιτεύματος<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «συγγραφεῑς οἱ ᾑρημένοι [[παρά]] της πόλεως 'ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ' αὐτοὶ ἐκαλοῦν | ||
το καὶ καταλογεῑς». | το καὶ καταλογεῑς». | ||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 13 June 2022
Greek Monolingual
ο / συγγραφεύς, -έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν συγγραφή
1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων
2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῦς... ή Ἀνακρέοντος τοῦ σοφοῦ ή καὶ συγγραφέων τινῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. λογοτέχνης
2. φρ. «δόκιμος συγγραφέας» — συγγραφέας που έχει καθιερωθεί στο αναγνωστικό κοινό με τα έργα του
αρχ.
1. ιστοριογράφος («ἀλλὰ γὰρ τῶν μεγάλων πόλεων, εἴ τι καλὸν ἔπραξαν, ἅπαντες οἱ συγγραφεῑς μέμνηνται», Ξεν.)
2. αυτός που μετέχει σε σύμβαση, ένας από τους συμβαλλόμενους
3. στον πληθ. οί συγγραφείς
(στην αρχαία Αθήνα) α) ειδική επιτροπή υπαλλήλων οι οποίοι υπέβαλλαν εγγράφως τις προτεινόμενες από την εκκλησία του δήμου μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος και τίς υποστήριζαν προφορικά κατά τη διεξαγωγή τών συζητήσεων
β) (ειδικά) οι εκλεγέντες στην Αθήνα κατά το 21ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου με σκοπό τη σύνταξη σχεδίου για την μεταβολή του πολιτεύματος
4. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «συγγραφεῑς οἱ ᾑρημένοι παρά της πόλεως 'ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ' αὐτοὶ ἐκαλοῦν
το καὶ καταλογεῑς».
Greek Monolingual
ο / συγγραφεύς, -έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν συγγραφή
1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων
2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῦς... ή Ἀνακρέοντος τοῦ σοφοῦ ή καὶ συγγραφέων τινῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. λογοτέχνης
2. φρ. «δόκιμος συγγραφέας» — συγγραφέας που έχει καθιερωθεί στο αναγνωστικό κοινό με τα έργα του
αρχ.
1. ιστοριογράφος («ἀλλὰ γὰρ τῶν μεγάλων πόλεων, εἴ τι καλὸν ἔπραξαν, ἅπαντες οἱ συγγραφεῑς μέμνηνται», Ξεν.)
2. αυτός που μετέχει σε σύμβαση, ένας από τους συμβαλλόμενους
3. στον πληθ. οί συγγραφείς
(στην αρχαία Αθήνα) α) ειδική επιτροπή υπαλλήλων οι οποίοι υπέβαλλαν εγγράφως τις προτεινόμενες από την εκκλησία του δήμου μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος και τίς υποστήριζαν προφορικά κατά τη διεξαγωγή τών συζητήσεων
β) (ειδικά) οι εκλεγέντες στην Αθήνα κατά το 21ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου με σκοπό τη σύνταξη σχεδίου για την μεταβολή του πολιτεύματος
4. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «συγγραφεῑς οἱ ᾑρημένοι παρά της πόλεως 'ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ' αὐτοὶ ἐκαλοῦν
το καὶ καταλογεῑς».