υποκνίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(43)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] λίγο («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξύνω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] κρυφό [[γαργάλημα]], κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]], [[ενοχλώ]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] λίγο («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξύνω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] κρυφό [[γαργάλημα]], κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῦμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]], [[ενοχλώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 13 June 2022

Greek Monolingual

ΜΑ
μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.)
αρχ.
1. ξύνω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῦμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνίζω «ξύνω, ερεθίζω, ενοχλώ»].