ἐπικόλπιος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικόλπιος]], -ον (AM)<br />αυτός που βρίσκεται στον κόρφο, στο [[στήθος]] («ἂν δὲ | |mltxt=[[ἐπικόλπιος]], -ον (AM)<br />αυτός που βρίσκεται στον κόρφο, στο [[στήθος]] («ἂν δὲ χρυσοῦ τις ἔφερεν ὁλκὴν ἐπικολπίαν», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
ον, A in or on the bosom, Ael.NA2.50, Nonn.D.8.78 codd.
German (Pape)
[Seite 951] in, auf dem Schooße; Ael. H. A. 2, 50; Nonn. D. 8, 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικόλπιος: -ον, ὁ ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου (στήθους), Αἰλ. π. Ζ. 2. 50, Νόνν. Δ. 8. 78.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, κόλπος.
Greek Monolingual
ἐπικόλπιος, -ον (AM)
αυτός που βρίσκεται στον κόρφο, στο στήθος («ἂν δὲ χρυσοῦ τις ἔφερεν ὁλκὴν ἐπικολπίαν», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλπος + -ιος].