ὁμολογητής: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὁμολογητής]], θηλ. ὁμολογήτρια) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> [[χριστιανός]] που ομολόγησε την [[πίστη]] του με [[παρρησία]] και καταδιώχθηκε γι' αυτήν, [[αλλά]] δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο («[[μνήμη]] τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὁμολογητής]], θηλ. ὁμολογήτρια) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> [[χριστιανός]] που ομολόγησε την [[πίστη]] του με [[παρρησία]] και καταδιώχθηκε γι' αυτήν, [[αλλά]] δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο («[[μνήμη]] τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου», Μηναί.)<br /><b>2.</b> [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]] που καταδιώχθηκε από αιρετικούς || (μσν.-αρχ.) αυτός που υποσχέθηκε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
A sponsor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 338] der Zugestehende, auch der Etwas verspricht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολογητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Χριστιανὸς καταδιωχθείς, δαρεὶς καὶ φυλακισθεὶς ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἀλλὰ μὴ ὑποστὰς μαρτυρικὸν θάνατον, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1293Α, Διον. Ἀλεξ. 1293Β, Πέτρ. Ἀλεξ. 505Β. ― Ἡ λέξις λέγεται καὶ ἐπὶ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ὑποστάντων διωγμὸν ὑπὸ αἱρετικῶν, Ὡρολόγ. τὸ Μέγα τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου (21) καὶ Μαρτίου (12). ― Θηλ. ὁμολογήτρια, Ἐπιφάν. ΙΙ, 192Β, Παλλαδ. Λαυσ. 1250Α.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁμολογητής, θηλ. ὁμολογήτρια) ομολογώ
1. χριστιανός που ομολόγησε την πίστη του με παρρησία και καταδιώχθηκε γι' αυτήν, αλλά δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο («μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου», Μηναί.)
2. ορθόδοξος χριστιανός που καταδιώχθηκε από αιρετικούς