λιτανός: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιτανός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακλητικός]], [[ικετευτικός]] («[[μέλη]] θεοῑσι λιτανά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λιτανά</i><br />οι προσευχές, οι δεήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>.- του [[λίσσομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. <i>λιχ</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=[[λιτανός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακλητικός]], [[ικετευτικός]] («[[μέλη]] θεοῖσι λιτανά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λιτανά</i><br />οι προσευχές, οι δεήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>.- του [[λίσσομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. <i>λιχ</i>-<i>ανός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐτᾰνός Medium diacritics: λιτανός Low diacritics: λιτανός Capitals: ΛΙΤΑΝΟΣ
Transliteration A: litanós Transliteration B: litanos Transliteration C: litanos Beta Code: litano/s

English (LSJ)

ή, όν, (λιτή) A praying, suppliant, μέλη A.Supp. 809 (lyr.): as substantive λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτάν' ἕξομεν engage in prayer, Id.Th.102 (Seidler for ἀμφίλιταν or ἀμφὶ λιτὰν).

Greek (Liddell-Scott)

λῐτᾰνός: -ή, -όν, (λιτὴ) ἱκετευτικός, μέλη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809· ― ὡς οὐσιαστ., λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτᾰ΄ ν’ ἔχεσθαι, περὶ προσευχὰς ἀσχολεῖσθαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 102 (κατὰ τὸν Seidler ἀντὶ λιτὰν μετὰ ᾱ). ― Περὶ τῆς αἰτιατ. ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδίῳ 64. 21.

Greek Monolingual

λιτανός, -ή, -όν (Α)
1. παρακλητικός, ικετευτικόςμέλη θεοῖσι λιτανά», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιτανά
οι προσευχές, οι δεήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ.- του λίσσομαι + κατάλ. -ανός (πρβλ. λιχ-ανός)].

Greek Monotonic

λῐτᾰνός: -ή, -όν (λιτή), ικετευτικός, μέλη, σε Αισχύλ.· ως ουσ., λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτᾰνὰ ἔχεσθαι, ενασχόληση με ικεσίες, με προσευχές, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λῐτᾰνός: (ῐ) просящий, молящий (μέλη Aesch.).

Middle Liddell

λῐτᾰνός, ή, όν λιτή
praying, suppliant, μέλη Aesch.: —as substantive, λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτᾰνὰ ἔχεσθαι to be engaged in prayer, Aesch.