κέρχνωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κέρχνωμα]], τὸ (Α) [[κερχνώ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κερχνώμασι<br />τραχύσμασι, κυκλώμασι, | |mltxt=[[κέρχνωμα]], τὸ (Α) [[κερχνώ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κερχνώμασι<br />τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῖς καλοῦσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς [[ἴτυς]] τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων». | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 18 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, in plural, A roughnesses, Hsch.; also, = τὰ κερχνωτά, Id. II = κέγχρωμα, Id.(pl.).
German (Pape)
[Seite 1426] τό, Trockenheit, Rauhigkeit, Heiserkeit, Hesych., dessen Erll. κύκλωμα aber auf κέγχρωμα geht.
Greek (Liddell-Scott)
κέρχνωμα: τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· ὡσαύτως = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ὡσαύτως = κέγχρωμα.
Greek Monolingual
κέρχνωμα, τὸ (Α) κερχνώ
(κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι
τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῖς καλοῦσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων».