μύηση: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(26)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μύησις]]) [[μυώ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του μυώ, η [[κατήχηση]] και η [[εισαγωγή]] κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ τοῑς ἀνθρώποις ἑορταὶ καὶ εἱλαπίναι πρὸς ἱεροῑς καὶ μυήσεις καὶ ὀργιασμοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[προσηλυτισμός]], η [[προσχώρηση]] και η [[συμμετοχή]] κάποιου σε μυστική [[υπόθεση]] ή [[κίνηση]] θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα («η [[μύηση]] στη Φιλική Εταιρεία»)<br /><b>2.</b> [[τελετή]] με την οποία γίνεται η [[πρόσληψη]] κάποιου σε μυστική [[εταιρεία]] ή σε θρησκευτική [[αδελφότητα]], η [[μυσταγωγία]]<br /><b>3.</b> [[εκμάθηση]] τών μυστικών τέχνης ή επιστήμης («[[μύηση]] στην [[αγιογραφία]]»)<br />(μσν. -αρχ.) το [[βάπτισμα]].
|mltxt=η (ΑΜ [[μύησις]]) [[μυώ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του μυώ, η [[κατήχηση]] και η [[εισαγωγή]] κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἑορταὶ καὶ εἱλαπίναι πρὸς ἱεροῖς καὶ μυήσεις καὶ ὀργιασμοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[προσηλυτισμός]], η [[προσχώρηση]] και η [[συμμετοχή]] κάποιου σε μυστική [[υπόθεση]] ή [[κίνηση]] θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα («η [[μύηση]] στη Φιλική Εταιρεία»)<br /><b>2.</b> [[τελετή]] με την οποία γίνεται η [[πρόσληψη]] κάποιου σε μυστική [[εταιρεία]] ή σε θρησκευτική [[αδελφότητα]], η [[μυσταγωγία]]<br /><b>3.</b> [[εκμάθηση]] τών μυστικών τέχνης ή επιστήμης («[[μύηση]] στην [[αγιογραφία]]»)<br />(μσν. -αρχ.) το [[βάπτισμα]].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ μύησις) μυώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυώ, η κατήχηση και η εισαγωγή κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἑορταὶ καὶ εἱλαπίναι πρὸς ἱεροῖς καὶ μυήσεις καὶ ὀργιασμοί», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) προσηλυτισμός, η προσχώρηση και η συμμετοχή κάποιου σε μυστική υπόθεση ή κίνηση θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα («η μύηση στη Φιλική Εταιρεία»)
2. τελετή με την οποία γίνεται η πρόσληψη κάποιου σε μυστική εταιρεία ή σε θρησκευτική αδελφότητα, η μυσταγωγία
3. εκμάθηση τών μυστικών τέχνης ή επιστήμης («μύηση στην αγιογραφία»)
(μσν. -αρχ.) το βάπτισμα.