δεκαπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[multiplicar por diez]], [[decuplicar]] δεκαπλασιάσατε ... ζητῆσαι αὐτόν haced un esfuerzo diez veces redoblado para buscarlo (a Dios)</i>, LXX <i>Ba</i>.4.28, τὰ ὀγδοήκοντα Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.15.2, cf. Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.465.4, 463.1.
|dgtxt=[[multiplicar por diez]], [[decuplicar]] δεκαπλασιάσατε ... ζητῆσαι αὐτόν haced un esfuerzo diez veces redoblado para buscarlo (a Dios)</i>, [[LXX]] <i>Ba</i>.4.28, τὰ ὀγδοήκοντα Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.15.2, cf. Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.465.4, 463.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δεκαπλασιάζω]])<br />[[δεκαπλάσιος]]<br />[[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] επί [[δέκα]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[δέκα]] φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] πολύ μεγαλύτερο, το [[αυξάνω]] [[πάρα]] πολύ.
|mltxt=(AM [[δεκαπλασιάζω]])<br />[[δεκαπλάσιος]]<br />[[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] επί [[δέκα]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[δέκα]] φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] πολύ μεγαλύτερο, το [[αυξάνω]] [[πάρα]] πολύ.
}}
}}

Revision as of 15:20, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰπλᾰσιάζω Medium diacritics: δεκαπλασιάζω Low diacritics: δεκαπλασιάζω Capitals: ΔΕΚΑΠΛΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: dekaplasiázō Transliteration B: dekaplasiazō Transliteration C: dekaplasiazo Beta Code: dekaplasia/zw

English (LSJ)

A multiply by ten, LXXBa.4.28, Ph.1.462.

German (Pape)

[Seite 542] verzehnfachen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαπλασιάζω: μέλλ. -άσω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ δέκα, Φιλω. 1. 462.

Spanish (DGE)

multiplicar por diez, decuplicar δεκαπλασιάσατε ... ζητῆσαι αὐτόν haced un esfuerzo diez veces redoblado para buscarlo (a Dios), LXX Ba.4.28, τὰ ὀγδοήκοντα Iren.Lugd.Haer.1.15.2, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.465.4, 463.1.

Greek Monolingual

(AM δεκαπλασιάζω)
δεκαπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί δέκα, κάνω κάτι δέκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο
νεοελλ.
κάνω κάτι πολύ μεγαλύτερο, το αυξάνω πάρα πολύ.