δωδεκαετής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -έτης Lys.11.2, Plu.2.198c; δυοδεκαϝετ- <i>ICr</i>.4.72.12.18 (Gortina V a.C.); δυω- Hippol.<i>Haer</i>.5.26.29<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. δυοδεκαετία <i>ICr</i>.l.c.]<br /><b class="num">1</b> [[de doce años de edad]] de pers. παιδάριον Hippol.l.c., cf. LXX 1<i>Es</i>.5.41<br /><b class="num">•</b>frec. en uso pred. [[a los doce años de edad]] ὀπυίεθαι δὲ δυοδεκαϝετία ɛ̄ πρείγονα que se case a la edad de al menos doce años</i>, <i>ICr</i>.l.c., φαίνομαι οὖν δ. ὤν, ὅτε Lys.l.c., γενόμενοι δὲ δωδεκαετεῖς al llegar a la edad de doce años</i> Plu.<i>Lyc</i>.16, cf. 2.198c, τῶν δὲ Ῥωμαίων δωδεκαετεῖς καὶ νεωτέρας ἐκδιδόντων Plu.<i>Comp.Lyc.Num</i>.4.<br /><b class="num">2</b> [[que dura doce años]] χρόνος I.<i>AI</i> 15.341, ῥύσις Dion.Alex.<i>Ep.Can</i>.2 (p.103). Cf. [[δωδεκέτης]].
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -έτης Lys.11.2, Plu.2.198c; δυοδεκαϝετ- <i>ICr</i>.4.72.12.18 (Gortina V a.C.); δυω- Hippol.<i>Haer</i>.5.26.29<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. δυοδεκαετία <i>ICr</i>.l.c.]<br /><b class="num">1</b> [[de doce años de edad]] de pers. παιδάριον Hippol.l.c., cf. [[LXX]] 1<i>Es</i>.5.41<br /><b class="num">•</b>frec. en uso pred. [[a los doce años de edad]] ὀπυίεθαι δὲ δυοδεκαϝετία ɛ̄ πρείγονα que se case a la edad de al menos doce años</i>, <i>ICr</i>.l.c., φαίνομαι οὖν δ. ὤν, ὅτε Lys.l.c., γενόμενοι δὲ δωδεκαετεῖς al llegar a la edad de doce años</i> Plu.<i>Lyc</i>.16, cf. 2.198c, τῶν δὲ Ῥωμαίων δωδεκαετεῖς καὶ νεωτέρας ἐκδιδόντων Plu.<i>Comp.Lyc.Num</i>.4.<br /><b class="num">2</b> [[que dura doce años]] χρόνος I.<i>AI</i> 15.341, ῥύσις Dion.Alex.<i>Ep.Can</i>.2 (p.103). Cf. [[δωδεκέτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκᾰετής Medium diacritics: δωδεκαετής Low diacritics: δωδεκαετής Capitals: ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ
Transliteration A: dōdekaetḗs Transliteration B: dōdekaetēs Transliteration C: dodekaetis Beta Code: dwdekaeth/s

English (LSJ)

ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος) A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6. II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.

German (Pape)

[Seite 693] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος) διαρκῶν δώδεκα ἔτη (;) ΙΙ. δώδεκα ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. δεκαετής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): -έτης Lys.11.2, Plu.2.198c; δυοδεκαϝετ- ICr.4.72.12.18 (Gortina V a.C.); δυω- Hippol.Haer.5.26.29
• Morfología: [ac. δυοδεκαετία ICr.l.c.]
1 de doce años de edad de pers. παιδάριον Hippol.l.c., cf. LXX 1Es.5.41
frec. en uso pred. a los doce años de edad ὀπυίεθαι δὲ δυοδεκαϝετία ɛ̄ πρείγονα que se case a la edad de al menos doce años, ICr.l.c., φαίνομαι οὖν δ. ὤν, ὅτε Lys.l.c., γενόμενοι δὲ δωδεκαετεῖς al llegar a la edad de doce años Plu.Lyc.16, cf. 2.198c, τῶν δὲ Ῥωμαίων δωδεκαετεῖς καὶ νεωτέρας ἐκδιδόντων Plu.Comp.Lyc.Num.4.
2 que dura doce años χρόνος I.AI 15.341, ῥύσις Dion.Alex.Ep.Can.2 (p.103). Cf. δωδεκέτης.

Greek Monolingual

-ές (AM δωδεκαετής, -ές και δωδεκαέτης, -ετες, θηλ. δωδεκαέτις)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα χρόνια
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα ετών.

Greek Monotonic

δωδεκαετής: -ές ή -έτης, -ες (ἔτος), αυτός που είναι δώδεκα χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαετής: Plut. = δωδεκέτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκαετής -ές en δωδεκαέτης [δώδεκα, ἔτος] van twaalf jaar.

Middle Liddell

δωδεκα-ετής, ές ἔτος
2 years old, Plut.