συρικτής: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(4b)
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syriktis
|Transliteration C=syriktis
|Beta Code=surikth/s
|Beta Code=surikth/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[συριστής]].</span>
|Definition=v. [[συριστής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῡρικτής:''' дор. [[συρικτάς|σῡρικτάς]], οῦ ὁ играющий на сиринге Arst., Theocr., Anth.
|elrutext='''σῡρικτής:''' дор. [[συρικτάς|σῡρικτάς]], οῦ ὁ [[играющий на сиринге]] Arst., Theocr., Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=συρικτής -οῦ, ὁ [συρίζω] [[panfluitspeler]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[συριστής]], Theocr.]
}}
}}

Latest revision as of 19:15, 26 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρικτής Medium diacritics: συρικτής Low diacritics: συρικτής Capitals: ΣΥΡΙΚΤΗΣ
Transliteration A: syriktḗs Transliteration B: syriktēs Transliteration C: syriktis Beta Code: surikth/s

English (LSJ)

v. συριστής.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, dor. statt συριστής; ἀκρεμόνες συρικταί Antist. 1 (VI, 237); Arist. probl. 18, 6.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α συρίζω (Ι)]
1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής
2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην».

Greek Monotonic

σῡρικτής: -οῦ, Δωρ. -τάς, -ᾶ, , = συριστής, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

σῡρικτής: дор. σῡρικτάς, οῦ ὁ играющий на сиринге Arst., Theocr., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρικτής -οῦ, ὁ [συρίζω] panfluitspeler.

Middle Liddell

= συριστής, Theocr.]