ἀριστοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />préparer le déjeuner;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀριστοποιέομαι-οῦμαι préparer son déjeuner, déjeuner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]]², [[ποιέω]].
|btext=-ῶ :<br />préparer le déjeuner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀριστοποιέομαι]], [[ἀριστοποιοῦμαι]] préparer son déjeuner, déjeuner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]]², [[ποιέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:00, 29 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστοποιέω Medium diacritics: ἀριστοποιέω Low diacritics: αριστοποιέω Capitals: ΑΡΙΣΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: aristopoiéō Transliteration B: aristopoieō Transliteration C: aristopoieo Beta Code: a)ristopoie/w

English (LSJ)

[ᾱ], A prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, X.HG4.5.1:—mostly in Med., get one's breakfast, Th.4.30, 8.95, X.An.3.3.1, 4.3.9, Onos.42.10, etc.; ἠριστοποίηντο X. HG4.5.8.

German (Pape)

[Seite 352] ein Frühstück bereiten, Xen. Cyr. 3, 2, 11. – Med., frühstücken, Xen. Cyr. 4, 1, 9; Dem.23, 165 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστοποιέω: παρασκευάζω ἄριστον, τὰ ἀριστοποιούμενα, τὰ παρασκευασθένα διὰ τὸ ἄριστον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1: ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λαμβάνω ἄριστον, προγευματίζω, Θουκ. 4. 30., 8. 95, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 1., 4. 3, 9, κτλ.· ἠριστοπεποίηντο εἶναι τύπος πλημμελὴς ἐν Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, διορθωθεὶς ἤδη ἐκ χειρογρ. εἰς τὸ ὀρθὸν ἠριστοποίηντο. ― ἐκ τοῦ ῥήματος τούτου ἔγεινε τὸ οὐσιαστ. ἀριστοποιία, ἡ, τὸ ἀριστοποιεῖσθαι, Ὀνησάνδ. Στρατηγ. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
préparer le déjeuner;
Moy. ἀριστοποιέομαι, ἀριστοποιοῦμαι préparer son déjeuner, déjeuner.
Étymologie: ἄριστον², ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστοποιέω:
1) готовить завтрак: τὰ ἀριστοποιούμενα Xen. завтрак;
2) med. завтракать Thuc., Xen., Dem., Plut.

Middle Liddell


to prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, Xen.:—mostly in Mid. to get one's breakfast, Thuc., Xen.