Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνορώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [[ὁρῶ]]<br /><b>μσν.</b><br />(με απρμφ.) [[αποφασίζω]], [[κρίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] συγχρόνως («δύνασθαι δεῖ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ [[τέλος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] και, γενικά, [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγκεντρώνω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (για δικαστή) [[βγάζω]] [[απόφαση]]<br /><b>5.</b> (με αρν. [[μόριο]]) [[αρνούμαι]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. β' αορ.) <i>συνιδών</i>, -<i>οῦσα</i>, -<i>όν</i><br />λαμβάνοντας [[γνώση]], όταν αντιλήφθηκε («συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας», ΚΔ).<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α [[σύνορος]]<br />[[συνορεύω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [[ὁρῶ]]<br /><b>μσν.</b><br />(με απρμφ.) [[αποφασίζω]], [[κρίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] συγχρόνως («δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ [[τέλος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] και, γενικά, [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγκεντρώνω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (για δικαστή) [[βγάζω]] [[απόφαση]]<br /><b>5.</b> (με αρν. [[μόριο]]) [[αρνούμαι]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. β' αορ.) <i>συνιδών</i>, -<i>οῦσα</i>, -<i>όν</i><br />λαμβάνοντας [[γνώση]], όταν αντιλήφθηκε («συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας», ΚΔ).<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α [[σύνορος]]<br />[[συνορεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 16:01, 28 July 2022

Greek Monolingual

(I)
-άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α ὁρῶ
μσν.
(με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω
αρχ.
1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.)
2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι...», Δημοσθ.)
3. συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι
4. (για δικαστή) βγάζω απόφαση
5. (με αρν. μόριο) αρνούμαι
6. (η μτχ. β' αορ.) συνιδών, -οῦσα, -όν
λαμβάνοντας γνώση, όταν αντιλήφθηκε («συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας», ΚΔ).
(II)
-έω, Α σύνορος
συνορεύω.