συλλανθάνω: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συλλανθάνω''': [[διαλανθάνω]], [[διαφεύγω]] συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ [[Ζεὺς]] δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1. | |lstext='''συλλανθάνω''': [[διαλανθάνω]], [[διαφεύγω]] συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:27, 30 July 2022
English (LSJ)
A escape at the same time, τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον Gp.11.22.1, cf. Afric.Cest.p.23 V.
German (Pape)
[Seite 975] (s. λανθάνω), mit oder zusammen verborgen sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συλλανθάνω: διαλανθάνω, διαφεύγω συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ Ζεὺς δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1.
Greek Monolingual
ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monolingual
ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.