αποστερώ: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
(5)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἀποστερῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[στερώ]], [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] που του ανήκει<br /><b>2.</b> <i>αποστερούμαι</i><br />[[αποβάλλω]], [[χάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] με [[απάτη]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[αποτυγχάνω]]<br /><b>3.</b> [[κλέβω]], [[κατακρατώ]]<br /><b>4.</b> (για χρέη) [[αρνούμαι]] να πληρώσω<br /><b>5.</b> <b>(Λογ.)</b> [[εξάγω]] αρνητικό [[συμπέρασμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — [[απομακρύνω]] τον εαυτό μου από κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποστερῶ]], [[ἀποστερέω]])<br /><b>1.</b> [[στερώ]], [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] που του ανήκει<br /><b>2.</b> <i>αποστερούμαι</i><br />[[αποβάλλω]], [[χάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] με [[απάτη]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[αποτυγχάνω]]<br /><b>3.</b> [[κλέβω]], [[κατακρατώ]]<br /><b>4.</b> (για χρέη) [[αρνούμαι]] να πληρώσω<br /><b>5.</b> <b>(Λογ.)</b> [[εξάγω]] αρνητικό [[συμπέρασμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — [[απομακρύνω]] τον εαυτό μου από κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 30 July 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποστερῶ, ἀποστερέω)
1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει
2. αποστερούμαι
αποβάλλω, χάνω
αρχ.
παίρνω με απάτη, εξαπατώ
2. αποτυγχάνω
3. κλέβω, κατακρατώ
4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω
5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα
6. φρ. «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — απομακρύνω τον εαυτό μου από κάποιον ή κάτι.