αποστερώ: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(5) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ ἀποστερῶ, | |mltxt=(ΑΜ [[ἀποστερῶ]], [[ἀποστερέω]])<br /><b>1.</b> [[στερώ]], [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] που του ανήκει<br /><b>2.</b> <i>αποστερούμαι</i><br />[[αποβάλλω]], [[χάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] με [[απάτη]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[αποτυγχάνω]]<br /><b>3.</b> [[κλέβω]], [[κατακρατώ]]<br /><b>4.</b> (για χρέη) [[αρνούμαι]] να πληρώσω<br /><b>5.</b> <b>(Λογ.)</b> [[εξάγω]] αρνητικό [[συμπέρασμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — [[απομακρύνω]] τον εαυτό μου από κάποιον ή [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 30 July 2022
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστερῶ, ἀποστερέω)
1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει
2. αποστερούμαι
αποβάλλω, χάνω
αρχ.
παίρνω με απάτη, εξαπατώ
2. αποτυγχάνω
3. κλέβω, κατακρατώ
4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω
5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα
6. φρ. «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — απομακρύνω τον εαυτό μου από κάποιον ή κάτι.