αποστερώ: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(5)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἀποστερῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[στερώ]], [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] που του ανήκει<br /><b>2.</b> <i>αποστερούμαι</i><br />[[αποβάλλω]], [[χάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] με [[απάτη]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[αποτυγχάνω]]<br /><b>3.</b> [[κλέβω]], [[κατακρατώ]]<br /><b>4.</b> (για χρέη) [[αρνούμαι]] να πληρώσω<br /><b>5.</b> <b>(Λογ.)</b> [[εξάγω]] αρνητικό [[συμπέρασμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — [[απομακρύνω]] τον εαυτό μου από κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποστερῶ]], [[ἀποστερέω]])<br /><b>1.</b> [[στερώ]], [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] που του ανήκει<br /><b>2.</b> <i>αποστερούμαι</i><br />[[αποβάλλω]], [[χάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] με [[απάτη]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[αποτυγχάνω]]<br /><b>3.</b> [[κλέβω]], [[κατακρατώ]]<br /><b>4.</b> (για χρέη) [[αρνούμαι]] να πληρώσω<br /><b>5.</b> <b>(Λογ.)</b> [[εξάγω]] αρνητικό [[συμπέρασμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — [[απομακρύνω]] τον εαυτό μου από κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 30 July 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποστερῶ, ἀποστερέω)
1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει
2. αποστερούμαι
αποβάλλω, χάνω
αρχ.
παίρνω με απάτη, εξαπατώ
2. αποτυγχάνω
3. κλέβω, κατακρατώ
4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω
5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα
6. φρ. «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — απομακρύνω τον εαυτό μου από κάποιον ή κάτι.