παροικώ: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "οικεῑ" to "οικεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=παροικῶ, -έω, Ν ΜΑ [[οικώ]]<br />[[κατοικώ]], [[διαμένω]] μόνιμα ως [[πάροικος]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] [[χωρίς]] [[πολιτικά]] δικαιώματα, [[είμαι]] [[πάροικος]] («οὐ μόνον τοῖς πολίταις ἐξιέναι [[πανδημεί]] προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς παροικοῦσι ξένοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[διαμένω]] [[κάπου]] («σὺ μόνον παροικεῑς ἐν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζω, βρίσκομαι στη ζωή («τὸν ἀνθρώπινον βίον παρῳκηκότες», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κείμαι]], βρίσκομαι [[κοντά]]<br /><b>4.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ταῖς πυραμίσι παροικεῖν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατοικώ]] [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] («φοβούμενοι μὴ σφίσι [[μεγάλη]] [[ἰσχύς]] παροικῶσιν... ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=παροικῶ, -έω, Ν ΜΑ [[οικώ]]<br />[[κατοικώ]], [[διαμένω]] μόνιμα ως [[πάροικος]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] [[χωρίς]] [[πολιτικά]] δικαιώματα, [[είμαι]] [[πάροικος]] («οὐ μόνον τοῖς πολίταις ἐξιέναι [[πανδημεί]] προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς παροικοῦσι ξένοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[διαμένω]] [[κάπου]] («σὺ μόνον παροικεῖς ἐν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζω, βρίσκομαι στη ζωή («τὸν ἀνθρώπινον βίον παρῳκηκότες», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κείμαι]], βρίσκομαι [[κοντά]]<br /><b>4.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ταῖς πυραμίσι παροικεῖν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατοικώ]] [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] («φοβούμενοι μὴ σφίσι [[μεγάλη]] [[ἰσχύς]] παροικῶσιν... ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 09:17, 2 August 2022

Greek Monolingual

παροικῶ, -έω, Ν ΜΑ οικώ
κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῖς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς παροικοῦσι ξένοις», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
1. κατοικώ, διαμένω κάπου («σὺ μόνον παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ)
2. μτφ. ζω, βρίσκομαι στη ζωή («τὸν ἀνθρώπινον βίον παρῳκηκότες», Φιλόδ.)
3. (για τόπο) κείμαι, βρίσκομαι κοντά
4. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («ταῖς πυραμίσι παροικεῖν», επιγρ.)
5. κατοικώ μεταξύ, ανάμεσα («φοβούμενοι μὴ σφίσι μεγάλη ἰσχύς παροικῶσιν... ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», Θουκ.).