θαέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thaeomai
|Transliteration C=thaeomai
|Beta Code=qae/omai
|Beta Code=qae/omai
|Definition=Dor. for [[θηέομαι]] (Ion. form of [[θεάομαι]]), <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>8.45</span>: aor. 1 <span class="sense"><span class="bld">A</span> θαήσατο <span class="title">Lyr.Adesp.</span>40; imper. [[θάησαι]] Epigr. ap. Phan.Hist.12; cf. [[αστ;θάομαι]].</span>
|Definition=Dor. for [[θηέομαι]] (Ion. form of [[θεάομαι]]), Pi.P.8.45: aor. 1 θαήσατο Lyr.Adesp.40; imper. [[θάησαι]] Epigr. ap. Phan.Hist.12; cf. [[θάομαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θᾱέομαι:''' Δωρ. αντί [[θηέομαι]] (Ιων. [[τύπος]] του [[θεάομαι]]), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. <i>θάησαι</i>, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θᾱέομαι:''' Δωρ. αντί [[θηέομαι]] (Ιων. [[τύπος]] του [[θεάομαι]]), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. <i>θάησαι</i>, σε Ανθ. Π.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 06:13, 11 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾱέομαι Medium diacritics: θαέομαι Low diacritics: θαέομαι Capitals: ΘΑΕΟΜΑΙ
Transliteration A: thaéomai Transliteration B: thaeomai Transliteration C: thaeomai Beta Code: qae/omai

English (LSJ)

Dor. for θηέομαι (Ion. form of θεάομαι), Pi.P.8.45: aor. 1 θαήσατο Lyr.Adesp.40; imper. θάησαι Epigr. ap. Phan.Hist.12; cf. θάομαι.

German (Pape)

[Seite 1181] dor. = θεάομαι; Pind. P. 8, 45; θαεῖτο Theocr. 22, 20. Vgl. θηέομαι, die diesem entsprechende ion. Form, u. θάομαι, die Grundform, wie auch θαητός.

Greek (Liddell-Scott)

θᾱέομαι: Δωρ. ἀντὶ θηέομαι (Ἰων. τύπος τοῦ θεάομαι). Πίνδ. Π. 8. 64· θαεῖτο Θεόκρ. 22. 200· ἀόρ. προστ. θάησαι Ἀνθ. Π. παράρτ. 213.

English (Slater)

θᾱέομαι
   1 observeθαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (Amphiareus prophesies) (P. 8.45) admire, “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” (Bergk, cf. fr. 33d. 10: θακάμεναι, θηκάμεναι, θησάμεναι codd.: κατθηκάμεναι Mosch) (P. 9.62)

Greek Monolingual

θαέομαι (Α)
(δωρ. τ.) θεάομαι, -ώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θηέομαι, ιων. τ. του θεά-ομαι, -ώμαι, (βλ. λ. θέα)).

Greek Monotonic

θᾱέομαι: Δωρ. αντί θηέομαι (Ιων. τύπος του θεάομαι), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. θάησαι, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θᾱέομαι: дор. = θηέομαι (см. θεάομαι).

Middle Liddell

θᾱέομαι, [doric for θηέομαι, ionic form of θεάομαι, Pind., Theocr.]