irritación: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἄραδος]], [[ἄμυξις]], [[αἱμάτωσις]], [[γαργαλισμός]], [[γάργαλος]], [[ἀγγρία]], [[διαγανάκτησις]], [[γαργαλίζω]], [[ἑλκώδης]], [[γάργασις]], [[διερεθισμός]], [[ἐκτάραξις]], [[δυσχερασμός]], [[ἀγριαῖνον]], [[γαργάλη]], [[ἀδαξησμός]], [[ἀναξεσμός]], [[ἀγανάκτησις]], [[δῆξις]], [[δηγμός]], [[ἄδηκτος]], [[δυσφροσύνη]] | |sltx=[[ἄραδος]], [[ἄμυξις]], [[αἱμάτωσις]], [[γαργαλισμός]], [[γάργαλος]], [[ἀγγρία]], [[διαγανάκτησις]], [[γαργαλίζω]], [[ἑλκώδης]], [[γάργασις]], [[διερεθισμός]], [[ἐκτάραξις]], [[δυσχερασμός]], [[ἀγριαῖνον]], [[γαργάλη]], [[ἀδαξησμός]], [[ὀδαξησμός]], [[ἀδαγμός]], [[ὀδαγμός]], [[ἀναξεσμός]], [[ἀγανάκτησις]], [[δῆξις]], [[δηγμός]], [[ἄδηκτος]], [[δυσφροσύνη]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 14 August 2022
Spanish > Greek
ἄραδος, ἄμυξις, αἱμάτωσις, γαργαλισμός, γάργαλος, ἀγγρία, διαγανάκτησις, γαργαλίζω, ἑλκώδης, γάργασις, διερεθισμός, ἐκτάραξις, δυσχερασμός, ἀγριαῖνον, γαργάλη, ἀδαξησμός, ὀδαξησμός, ἀδαγμός, ὀδαγμός, ἀναξεσμός, ἀγανάκτησις, δῆξις, δηγμός, ἄδηκτος, δυσφροσύνη