ἐκτάραξις
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
-εως, ἡ, agitation, κοιλίης Hp.Judic.20.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. gen. ἐκταραξίων Hp.Prorrh.2.42]
medic. irritación, desajuste, descomposición ἐ. κοιλίης Hp.Coac.138, 209, cf. Orib.5.31.2, Aret.SA 2.1.4, γαστρός Gal.17(1).168, cf. Paul.Aeg.3.39.1, Steph.in Hp.Progn.74.29, αἱ κοιλίαι ἰσχυρὰς ὀδύνας παρέχουσιν ἄνευ ἐκταραξίων Hp.Prorrh.2.42, αἱ δὲ περὶ τὴν κάτω κοιλίαν ἐκταράξεις Plu.2.134c.
German (Pape)
[Seite 780] ἡ, Beunruhigung, κοιλίης, Durchfall, Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτάραξις: εως ἡ смятение, расстройство (αἱ περὶ τὴν κάτω κοιλίαν ἐκταράξεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, κίνησις, κοιλίης ἐκταράξεως Ἰππ. 54. 5.
Greek Monolingual
ἐκτάραξις, η (Α)
διαταραχή, διατάραξη, κίνηση («ἐκτάραξις κοιλίης» — η διάρροια, Ιπποκρ.).