ἀμοθεί: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(1a) |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />sans querelle, sans dissension.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μόθος]]. | |btext=<i>adv.</i><br />sans querelle, sans dissension.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μόθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:40, 14 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοθεί: Ἐπίρρ. ἐν Θουκ. 5. 77, ἐκ συμβατηρίου ἐγγράφου μεταξὺ Λακεδαιμον. καὶ Ἀργείων, πιθ. (ἐκ τοῦ α στερ. καὶ μόθος), ἄνευ φιλονικίας ἢ φατριασμοῦ, ἀστασιάστως, ἴδε Ahrens π. Δωρ. Διαλ. σ. 481. ― Ὁ τύπος εἰς -ει ὑποστηρίζεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. σ. 165· «τὰ εἰς θει ἐπιρρήματα διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται, οἷον ἀμοθεί, ἀμοχθεὶ κτλ.·» ὥστε ἡ γραφὴ ἀμόθι = ἀμοῦ γέπου (πρβλ. οὐδαμόθι) δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans querelle, sans dissension.
Étymologie: ἀ, μόθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοθεί: v. l. ἀμοθί adv. без разногласий, единодушно (βουλευσάμενοι Thuc.).
Middle Liddell
[from α privat.,, μόθος
without quarrel, Lacon. word in Thuc.