ἅπερ: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅπερ]] (AM)<br /><b>1.</b> ουδ. πληθ. της αντων. [[ὅσπερ]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) σαν, ώσπερ.<br /><b>(II)</b><br />ᾇπερ (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ᾕπερ, ώσπερ.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅπερ]] (AM)<br /><b>1.</b> ουδ. πληθ. της αντων. [[ὅσπερ]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[σαν]], [[ώσπερ]].<br /><b>(II)</b><br />[[ᾇπερ]] (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />[[ᾕπερ]], [[ώσπερ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:53, 17 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅπερ Medium diacritics: ἅπερ Low diacritics: άπερ Capitals: ΑΠΕΡ
Transliteration A: háper Transliteration B: haper Transliteration C: aper Beta Code: a(/per

English (LSJ)

neut. pl. of ὅσπερ, q.v.

German (Pape)

[Seite 287] neutr. plur. von ὅσπερ, oft adverb., so wie = ὥσπερ, Aesch. Eum. 657; Xen. Hell. 6, 1, 4 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἅπερ: οὐδ. πληθ. τοῦ ὅσπερ, ὃ ἴδε, παρ’ Ἀττ. συχν. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ὥσπερ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 660, Σοφ. Αἴ. 167, Ο. Τ. 176, Ξεν. κλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ὅσπερ.

Greek Monolingual

(I)
ἅπερ (AM)
1. ουδ. πληθ. της αντων. ὅσπερ
2. (ως επίρρ.) σαν, ώσπερ.
(II)
ᾇπερ (δωρ. τ.) (Α)
ᾕπερ, ώσπερ.

Greek Monotonic

ἅπερ: ουδ. πληθ. του ὅσ-περ, που χρησιμ. ως επίρρ. ὥσπερ, όπως αν, ως, ωσάν, σαν, στους Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἅπερ:
1) pl. n к ὅσπερ;
2) adv. = ὥσπερ.

English (Woodhouse)

as, of comparison

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)