ἐκτροφή: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκτροφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вскармливание]], [[выкармливание]] (ἡ ἐ. ἐν τῇ μητρί ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> воспитание (τῶν τέκνων Arst.; τῶν νηπίων Plut.). | |elrutext='''ἐκτροφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вскармливание]], [[выкармливание]] (ἡ ἐ. ἐν τῇ μητρί ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[воспитание]] (τῶν τέκνων Arst.; τῶν νηπίων Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[education]], [[rearing]] | |woodrun=[[education]], [[rearing]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A bringing up, rearing, nurture, E.Fr.317.5 (pl.), Sor.1.81, Arist.HA542a30 (pl.), GA754a8, al.; ἐ. καρπῶν J.AJ5.1.21: metaph., breeding, κακοδαιμονίας Phld.Ir.p.27 W.
German (Pape)
[Seite 783] ἡ, das Aufziehen, Großziehen, Arist. H. A. 3, 15 u. öfter; Strab. IX, 436.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτροφή: ἡ, ἀνατροφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 319. 5· ἀνάπτυξις ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 13, κ. ἀλλ.· ἐκτροφὴ καρπῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 21.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 cría, crianza, alimentación de niños ἐκτροφαὶ καλαί E.Fr.317.5, τοῦ Τηλέφου Str.12.8.2, τῶν νηπίων Plu.Rom.4, D.H.1.84, I.AI 18.191, por la nodriza IG 12.Suppl.29b.3, ἀνθρώπου δ' ἡ μὲν ἐ. πολύπονος ἡ δ' αὔξησις βραδεῖα Plu.2.496e, (βρέφος) οὐκ ἄξιον ἐκτροφῆς ὄν Sor.2.6.39, de anim. πολλὰ δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκτροφὰς τῶν τέκνων στοχαζόμενα de las aves muchas (se aparean en determinada época) con vistas a la alimentación de las crías Arist.HA 542a30, cf. 588b30, D.P.Au.2.4, ἡ ἐ. οὐκ ἐν τῇ μητρί ἐστιν del embrión de los ovíparos, Arist.GA 754a8, como parte de un proceso general ἐκτροφαί τε πάντων καὶ ἀκμαὶ καὶ φθίσεις Arist.Mu.399a28, τῶν διδόντων δ' ἐκτροφήν γ' εἶ eres de los que mantienen a la mujer de otro, Men.Phasm.85 (dud.).
2 bot. nutrición, cultivo, crecimiento οἱ καρποὶ ... τινος ἀέρος δέονται ... εἰς τὴν ἐκτροφήν Thphr.CP 2.1.6, cf. 5.1, καρπῶν I.AI 4.232, 5.78
•fig. cultivo, fomento κακοδαιμονίας Phld.Ir.9.25.
Greek Monolingual
ἐκτροφή, η (Α)
ανατροφή, μεγάλωμα
(«εκτροφή χοίρων»)
αρχ.
1. (για καρπούς) θρέψη («ἐκτροφὴ καρπῶν», Ιώσηπ.)
2. μτφ. επαύξηση («ἐκτροφὴ κακοδαιμονίας», Φιλόδ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐκτροφή: ἡ
1) вскармливание, выкармливание (ἡ ἐ. ἐν τῇ μητρί ἐστιν Arst.);
2) воспитание (τῶν τέκνων Arst.; τῶν νηπίων Plut.).