τριχώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐχώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> обросший волосами (πτερά Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[похожий на волос]], [[волосной]] (πόροι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. тонкий как волос (φωνία Arst.).
|elrutext='''τρῐχώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обросший волосами]] (πτερά Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[похожий на волос]], [[волосной]] (πόροι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. тонкий как волос (φωνία Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχώδης Medium diacritics: τριχώδης Low diacritics: τριχώδης Capitals: ΤΡΙΧΩΔΗΣ
Transliteration A: trichṓdēs Transliteration B: trichōdēs Transliteration C: trichodis Beta Code: trixw/dhs

English (LSJ)

ες, A like hair, like a hair, Arist.HA620b17, PA691a7, al., Thphr.HP4.9.2, 6.2.8. 2 metaph., φωνία τ. notes fine as hairs, Arist.Aud.803b24. 3 mixed with hair, πηλός Hp.Morb.3.17. 4 τριχώδη· ὄργανα πολιορκητικά, πρὸς χώρησιν (fort. ὀχύρωσιν) ἐπιτήδεια, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 21, π. Ζ. Μορ. 4. 11, 5, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., φωναὶ τρ., μικραὶ καὶ λεπταὶ φωναί, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57.

Greek Monolingual

-ες / τριχώδης, -ῶδες, ΝΑ θρίξ, τριχός]
όμοιος με τρίχα, τριχοειδής
νεοελλ.
γεμάτος τρίχες, τριχωτός
αρχ.
1. αναμεμιγμένος με τρίχες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη
(κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν] ἐπιτήδεια»
3. φρ. «φωναὶ τριχώδεις»
μτφ. λεπτές φωνές.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχώδης -ες [θρίξ] lijkend op haar, haarachtig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχώδης:
1) обросший волосами (πτερά Arst.);
2) похожий на волос, волосной (πόροι Arst.);
3) перен. тонкий как волос (φωνία Arst.).