μελάγκραιρα: Difference between revisions
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελάγκραιρα:''' adj. f [ἡ [[κραῖρα]] | |elrutext='''μελάγκραιρα:''' adj. f [ἡ [[κραῖρα]] «[[голова]]»] черноволосая (эпитет кумской сибиллы) Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A black-haired, of the Sibyl, Lyc.1464, Arist.Mir.838a9.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγκραιρα: ἡ, ἡ μελανόθριξ τῆς Σεβίλλης, Λυκόφρ. 1464, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95.
Greek Monolingual
μελάγκραιρα, ἡ (Α)
(για την Κυμαία Σίβυλλα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κραῖρα «κεφαλή» (πρβλ. εύ-κραιρα, ορθό-κραιρα)].
Russian (Dvoretsky)
μελάγκραιρα: adj. f [ἡ κραῖρα «голова»] черноволосая (эпитет кумской сибиллы) Arst.