πολύθρηνος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύθρηνος:''' весьма жалобный, горестный, скорбный ([[ὕμνος]] Aesch.; Ἀλκυών Luc.). | |elrutext='''πολύθρηνος:''' [[весьма жалобный]], [[горестный]], [[скорбный]] ([[ὕμνος]] Aesch.; Ἀλκυών Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A much-wailing, αἰών A.Ag.714 (lyr.); ὕμνος ib.711 (lyr.); π. Ἀλκυών Luc.Halc.1; π. ὑάκινθος Nic.Th.902. II much-lamented, παιδίον Him.Or.23.20 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 663] von od. mit vielen Thränen, thränenreich; ὕμνος, Aesch. Ag. 694; αἰών, 696; καὶ πολύδακρυς, Luc. Halc. 1; Nic. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθρηνος: -ον, ὁ πολὺ θρηνῶν, αἰὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 714· ὕμνος αὐτόθι 711· π. Ἀλκυὼν Λουκ. Ἀλκ. 1· π. ὑάκινθος Νικ. Θηρ. 902.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se lamente beaucoup, plaintif ; en parl. d’un chant très plaintif.
Étymologie: πολύς, θρῆνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από πολλά δάκρυα («πολύθρηνον αἰῶν», Αισχύλ.)
2. πολυθρήνητος («πολυθρηνότερον παιδίον», Ιμέρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θρῆνος (πρβλ. αξιό-θρηνος)].
Greek Monotonic
πολύθρηνος: -ον, εξαιρετικά θρηνητικός, κλαψιάρικος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολύθρηνος: весьма жалобный, горестный, скорбный (ὕμνος Aesch.; Ἀλκυών Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύθρηνος -ον [πολύς, θρῆνος] rijk aan weeklachten, jammerlijk.