διοικονομέω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
m (Text replacement - "strengthd." to "strengthened")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διοικονομέω:''' устраивать, упорядочивать, управлять ([[ἐμμελῶς]] ὁ [[σύμπας]] διοικονομεῖται [[διάκοσμος]] οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.).
|elrutext='''διοικονομέω:''' [[устраивать]], [[упорядочивать]], [[управлять]] ([[ἐμμελῶς]] ὁ [[σύμπας]] διοικονομεῖται [[διάκοσμος]] οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.).
}}
}}

Revision as of 10:54, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοικονομέω Medium diacritics: διοικονομέω Low diacritics: διοικονομέω Capitals: ΔΙΟΙΚΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: dioikonoméō Transliteration B: dioikonomeō Transliteration C: dioikonomeo Beta Code: dioikovome/w

English (LSJ)

strengthened for οἰκονομέω, Phld.Oec.p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—Pass., Arist.Mu.400b32.

Greek (Liddell-Scott)

διοικονομέω: ἐπιτεταμ. οἰκονομέω, Πολυδ. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37.

Spanish (DGE)

administrar, organizar, disponer κτήματα καὶ χρήματα Phld.Oec.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.Res.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. IEphesos 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.VP 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.Inu.3.2 (p.128)
en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με] ῖσθαι SB 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία δύναμις πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5
de pers., en v. pas. ser tratado ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier.

Russian (Dvoretsky)

διοικονομέω: устраивать, упорядочивать, управлять (ἐμμελῶςσύμπας διοικονομεῖται διάκοσμος οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.).