γελανής: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γελᾱνής:''' веселый, радостный ([[θυμός]] Pind.). | |elrutext='''γελᾱνής:''' [[веселый]], [[радостный]] ([[θυμός]] Pind.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, (γελάω) A cheerful, καρδία, θυμός, Pi.O.5.2, P.4.181.
German (Pape)
[Seite 478] ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.
Greek (Liddell-Scott)
γελᾱνής: -ές, (γελάω) γελαστικός, εὔθυμος, καρδία, θυμὸς Πίνδ. Ο. 5. 5, II. 4. 322.
English (Slater)
γελᾱνής
1 cheerful καρδίᾳ γελανεῖ (O. 5.2) θυμῷ γελανεῖ (P. 4.181)
Spanish (DGE)
(γελᾱνής) -ές
riente, alegre καρδία Pi.O.5.2, θυμός Pi.P.4.181.
Greek Monolingual
γελανής, -ές (Α)
γελαστός, χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελασ-νής < γελασνός < (θ.) γελάσ- γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής.